- παβέτα
- (pavetta). Δικοτυλίδονο φυτό της οικογένειας των ρουβιιδών με περισσότερα από 100 είδη, που ζουν σε τροπικά και παρατροπικά κλίματα. Είναι μικρά δέντρα ή θάμνοι, που έχουν σε μερικά είδη, πολύχρωμα παράφυλλα. Τα άνθη τους είναι κυρίως πρασινωπά ή λευκά με σφαιροειδή κάλυκα. Ο καρπός τους είναι ρόγα σαρκώδης με δύο πυρήνες. Μερικά είδη καλλιεργούνται σε θερμοκήπια. Πολλαπλασιάζονται με μοσχεύματα από ημιώριμο ξύλο, χρειάζεται όμως μεγάλη προσοχή όταν ποτίζονται, ώστε να διατηρείται το χώμα νωπό, όχι όμως και πολύ υγρό. Σκόπιμο είναι μάλιστα, αντί να ποτίζονται, να καταβρέχεται συχνά το φύλλωμά τους. Αξιολογότερο είδος είναι η π. η κάφρεια της Nοτιοαφρικανικής Δημοκρατίας με 3 μ. ύψος. Άλλο είδος είναι η π. η βουρβονική, που καλλιεργείται για το πολύχρωμο φύλλωμά της. Τρίτο σημαντικό είδος είναι η π. η ινδική, φυτό ιθαγενές της Κίνας και της Αυστραλίας, με άνθη λευκά και αρωματικά.
* * *ηβοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας ρουβιίδες με λευκωπά ή πρασινωπά άνθη και με περισσότερα από εκατό είδη θάμνων τών τροπικών περιοχών τής Ασίας και τής Αμερικής.[ΕΤΥΜΟΛ. < νεολατ. pavetta < σιγγαλικό pāwattā, γλώσσα ιθαγενών τής Κεϋλάνης].
Dictionary of Greek. 2013.